We’ve updated our Terms of Use to reflect our new entity name and address. You can review the changes here.
We’ve updated our Terms of Use. You can review the changes here.

Ά​σ​σ​ο η​μ​ί​χ​ρ​ο​ν​ο​, δ​ι​π​λ​ό τ​ε​λ​ι​κ​ό

by Νότια Ντακότα

/
  • Streaming + Download

    Includes high-quality download in MP3, FLAC and more. Paying supporters also get unlimited streaming via the free Bandcamp app.
    Purchasable with gift card

      name your price

     

1.
Ο ουρανός σε πιέζει, πάλι σήκωσε αέρα, ο ορίζοντας χάθηκε, δε θυμίζει πια μέρα. Μια θάλασσα μπρούσκο, δίχως οξυγόνο αίμα, στο βυθό μόνο γαλήνη, κι όσο αντέξω εκεί πέρα Σε κοιτώ να κοιμάσαι, άγρια και με τρόμο με τη σκέψη χαμένη, σ ‘ένα κυκλικό χρόνο δίχως κάδρα στους τοίχους, σε κατάλευκη τρύπα, με τα μάτια κρυφάκουγες, όλα όσα δεν είπα. Σαν ολόγραμμα στέκεις, ποιος αλλάζει το ράδιο μήπως κρύβεσαι κάπου, σε δωμάτιο άδειο δε βαπτίστηκες ποτέ σου, σε χρυσή κολυμβήθρα είτε γρήγορα φεύγεις, είτε ποτέ δεν ήρθα. Με τη βία σε πήρε, μα δεν ήσουν θυμωμένη ο χειμώνας των χειμώνων κι είσαι τώρα παγωμένη σκόρπιες σκέψεις σου γράφω, η φωνή σου να μείνει σαν του δέντρου τ ’αστέρι, σαν αρχέγονη μνήμη. Με τα πόδια κομμένα, κάνω πως αναρρώνω, σχέδια αφηρημένα, κάτι άσπρο μουτζουρώνω Σαν τότε για να κοιμηθείς, που έκλεινες το ράδιο πως να γεμίσει το πρωί, όταν κοιμάται άδειο. Στους αγγέλους πιο άγια, των ατρόμητων πτώση, ένα δέντρο λυγίζει, πριν ο σπόρος φυτρώσει. Τα μάτια πάνω γυρίζω, δύσκολα πια δακρύζω. όσο χάραξε-χάραξε, και το μπλε έγινε γκρίζο Πριν κοπάσει η μπόρα, ψιθυρίζει για κάτι μα είναι ακόμα νωρίς, σ ’ένα πάτωμα αιώρα στα πλευρά της καρφωμένο, ατσαλένιο μαχαίρι τι θα ‘ρθει τι θα φέρει, είναι αδιάφορο τώρα. Σα φωτιά ξεψυχάει, φεύγει γίνεται φως μου, «Μη γεμίσεις με μίσος, την καμπούρα του κόσμου», όσα φέρει ο χρόνος, δεν τα φέρνει η ώρα, κι όπως λιώνει τ’ατσάλι, θα ‘σαι παντα εμπρός μου.
2.
Σ' ένα όρος που αρνείται εξουσία κοσμική θαύμα που επιτελείται παν να δουν γονατιστοί. Τη μεγάλη πέμπτη ο Διάκος αποφεύγει το σουβλί και την Κυριακή του Πάσχα περιστρέφει νικητής. Κείνος σαν τ’ αγροίκησε, τώρα αυτό πως καταπίνεται ψιλή φωνή δε σήκωσε, εντάξει, λέει, γίνεται. Σ’ ένα βάλτο που λιμνάζει o Κωλέττης διοικεί κι η Λερναία Ύδρα τάζει πρωινή γυμναστική. Με πρησμένο το να χέρι ο Τεό λαιμοτομεί, η ανάγκη επιφέρει ξένη μια την κεφαλή. Και το έθνος θα γυρεύσει πάλι χέρια δυνατά ποιόν ο Θόδωρος θα κρύψει ήθελε για βασιλιά. Κι αν μου λες πως είμαστε ίσοι σ’επιτάφια πομπή, ετοιμάσου για επανάσταση, Χίλιοι δώδεκα και συ. Τα παιδιά κάτω στην Πάτρα κυνηγούν το Γερμανό γιατί κρύβει με τα άμφια υποκείμενο στρεβλό. Κάποιοι άνθρωποι γεννιούνται για να ζουν την κόλασή Ποιός μπορεί να συμπονέσει την καρδιά ενός παιδεραστή; Κι αν δεν ήτανε στη Λάβρα να ευλογεί ανάσταση άλλος θέωσε τα μαύρα κι αλλουνού η σταύρωση. Η πλατεία στο Σούλι άδεια μα ο αχός είναι βαρύς δες λυγίζουνε οι σκύλοι κάθε τόσο αναθαρρείς. Στο δεκάλογο του κλέφτη τον αρπάζει απ’ το λαιμό κι αν στό Ζάλογγο δεν πέφτει κάνει η Δέσπω πόλεμο. Σαν η ώρα της σημάνει βάφεται για να πεθάνει, νύχτα στο διαδίκτυο κι ο ηρωισμός αυξάνει. Κι αν ο ήλιος έχει δύσει σε πορεία νυχτερινή, ετοιμάσου για επανάσταση, δυο εμείς κι ένας εσύ. Λίγο πάνω από τη Σίνα σε γωνιά ηρωική ένας γέρος καπετάνιος ζητιανιά καραδοκεί. Τον Κανάρη μόλις βλέπει, “με θυμάσαι Κωνσταντή; Άλλοι δώσανε το αίμα κι άλλοι γίναν υπουργοί”. Ο Κανάρης τον ζυγιάζει πάλι μάλλον τα χει πιεί και με λύπη τον μεριάζει στο Ντα Κάπο να διαβεί. Ο Μ.Λ. εξανέστη, διαφωνία στη φυλή, κι αποχώρησε περήφανα βρίζοντας τη Λ.Μ. Πάνε πάλι για διάσπαση ασυγκόλλητη η φυλή Γιατί πέθανε ο Μάγος και δεν άφησε γραμμή. Και αν τα πλοία η Λασκαρίνα πήρε για σκοπό ιερό, τώρα είναι δηλωμένα σε νησί εξωτικό. Κι αν ο ήλιος έχει δύσει σε πορεία νυχτερινή, ετοιμάσου για επανάσταση, μια εγώ και μια εσύ. Σε δωμάτιο Μυκόνου η Μαντώ ζητά να δει απ’ την κορυφή τριγώνου κλέφτες και αμαρτωλούς μαζί την αγάπη κάνει μίσος μου φωνάζει «τύραννε» Τόση απόγνωση για χάρη μου ίσως και να το παράκανέ ίσως δεν καταλαβαίνει την καινούργια ιαχή, μοναχή το δρόμο πήρε και θα μείνει μοναχή. Την Αγάπη δεν την νοιάζει έχει τρεις να τυραννά, Τόση απόγνωση για χάρη της ίσως και να το παράκανα. Μα γι αυτήν όσοι μιλήσαν σ ‘έχουν ήδη απαρνηθεί, πάλι γερουσία χτίσαν για να σώσουν το παιδί. Μα κι οι αντάρτες δεν πτοούνται, προτιμούν την κλεφτουριά, με το μέτωπο να γράφει «χαίρε ψεύτρα λευτεριά». Κι αν μου λες πως είμαστε ίσοι σ’ επιτάφια πομπή στο υγρόκλειστο κελί μου περιστρέφω νικητής.
3.
Την ψάχνω απο το πρωί, που διάβολο την έβαλα, kαπού θα την ακούμπησα στο σπίτι σαν εισέβαλα. Ανέτρεξα τα βήματα, η σκέψη μου σε τάξη, πάντως δεν είναι απάνω μου όπως να με κοιτάξεις. Το χώρο εποπτεύοντας το βλέμμα μου καρφώθηκε απάνω στο υγρό γυαλί κι η σκέψη μου λιγώθηκε Με οκτώμιση χρυσόψαρα Σε γυάλα ολοστρόγγυλη Μοιάζει η συνοχή μου Και προσπαθώ να θυμηθώ Λιγό πριν αποκοιμηθώ Που ακούμπησα για λίγο την ψυχή μου Θυμάμαι πως την είχα εδώ, χωρίς ντροπή χωρίς αιδώ, καθώς σε κρυφοκοίταζα, ελεύθερη μηπως σε δω. Μα πέρασε κάποιος καιρός, που έγδερνα τα πρέπει, Το βλέμμα μου πια θάμπωσε, η προσοχή δε ρέπει, και λίγο λίγο έπαυσε, και η καρδιά να έπει, αργανασαίνει σιωπηλή, οχί πως έχει για να πει. Με οκτώμιση χρυσόψαρα σε γυάλα περιφέροντα μοιάζει η προσευχή μου και γύρω γύρω κολυμπώ χωρίς να απομακρυνθώ, μήπως και στα ρηχά ξανάβρω την ψυχή μου.
4.
Κορη που φέρνεις την αυγή, δυο λέξεις δώς μου λίγο Στη ζέστη τους να κρατηθώ, λιγάκι προτου φύγω. Το κρύο βράδυ θα με βρει, μονάχο ή παρίσι, Η δύση φέρνει ανατολή, καθώς η γη γυρίζει Τα φώτα χαμηλώσανε σα ν’ αγριοχαράζει Μα η σκιά στο πρόσωπο κανέναν δεν τρομάζει, γιατί σε τούτη την αυλή η μέθη πλημμυρίζει, Από το στόμα στο αυτί το μυστικό γυρίζει. Κρυφό να μείνει απ’ το παιδί που στείρωσε τον ήχο Και κάθε προσδοκία του επένδυσε σε τοίχο. Στην άγια τράπεζα σκυφτός το ομοίωμά της σκίζει, Χιλιάδες χρόνια για να δει ο κόσμος πως γυρίζει. Στα ξύλα έβαλα φωτιά το δρόμο πάλι πήρα, κι αν το φεγγάρι μου δωσες, σκόνταψα στον κρατήρα. Μέρος αν είχα να σταθώ τη γη θα χα κινήσει, Μ’αυτού του κόσμου είναι γραφτό μαζί της να γυρίζει. Κόρη που φέρνεις την αυγή, άστην ν’αργήσει λίγο και ζύγωσε στο πλάι μου σα κλέφτης να μη φύγω. Δε θέλω να μου υποσχεθείς, λόγο να μη κρατήσεις, μα όταν θα με ξαναδεις τη γη να χεις γυρίσει.
5.
βουβός κοιτά το γράμμα κι εκείνο κουδουνίζει σαν ένα τηλεφώνημα στις 5 το πρωί “δε στο ζητώ αντάμα, ξέρω ποσο ζυγίζει, δική σου η απόφαση και η επιλογή. Μα έσπασε το φράγμα, το βιός γίνηκε τάμα, σε θυμωμένα ρέματα που πνίξανε τη γη. νομίζαν λίγο χώμα μπορεί ν ’αναχαιτίσει το μένος μιας αιώνιας βροχής”. σε τοίχο δίχως κάδρα, σε σπίτι δίχως στέγη, στη γη εκει που χρόνια ζουσε ενα παιδί γύρίζω δίχως χάρμα, με τα πανιά μου άδεια εκεί που στέκει ακόμα, όρθια μιαν αυλή Περάσαν καποια χρόνια κι η θέληση ξυνίζει πως κάποτε ομορφότερη σα να ‘μοιαζε η ζωή μ’απέκτησα την πρόνοια και πλεόν ξεχωρίζω τ’ αλτσχάιμερ του χρόνου πως λερώνει τη στιγμή. πως διαχωρίζεις τ’ όμοια το γέλιο απ το γέλιο αυτόν που κλαίει το ίδιο με αυτήν. μα γέμισα συμπόνοια για όποιον ψιθυρίζει “σε κάθε σταυροδρόμι κάτι πίσω εχει χαθεί..” σε τοίχο δίχως κάδρα, σε σπίτι δίχως στέγη, στη γη που έχει χρόνια να με δει, γύρίζω δίχως χρώμα, με τα πανιά μου άδεια εκεί που στέκει όρθια, ακόμα, μιαν αυλή.
6.
Μάυρα χέρια απ’την υπηρεσία, μα κολλάρο ο Γρηγόρης λευκό, στις χορδές τη φωνή του θα λύσει κι ας μην έχει μαζί το λαιμό. Κωμικός με καινούργια αστεία, μα κανείς δε γελά στο πλατό, απο μόνος θ’αποφασίσει πως για όλα του φταίει το κοινό. Αν διαβείς και το φως σου δε ρίξεις το πλάνο θα βγει σκοτεινό τις σκιές που δε θα γνωρίσεις κι ας είναι το τέλος πικρό. Η Μαρία με φωνή δουλεμένη κάπου έμαθε το χρώμα ν’αλλάζει. Στην Πανδώρα δουλεύει τη μέρα και το Σάββατο τ’ άσπρα της βάζει. Mε το πόδι το ένα στο χώμα ενας κλόουν με φιλί ζωηρό κι αν το δέρμα του ντύνει με χρώμα με τα μάτια ξηλώνει το ‘ρο’. καθ αρχή αγοραία κι η μέση δεμμένο σ’ εχει απο μικρό, όλα γύρω σου να μοιάζουν μοιραία κι ας είναι το τέλος πικρό. ενα ακτ μαρτυρά δυστυχία μα το σκρίπτ, είναι γι άλλο κοινό επιμένει πως φτιάχνει μαγεία το να κλαις είναι σ’όλους γνωστό με πτυχίο στη φιλολογία κι απροσάρμοστο βλέμμα θολό, το μπιστόλι κολλά στα κρανία κι απο μέσα του τρέχει νερό. Αν διαβείς και το φως σου δε ρίξεις το πλάνο θα βγει σκοτεινό τη σκιά σου που δε θα γνωρίσεις, κι ας είναι το τέλος πικρό. στο πλευρό μου αδιάκριτα σκύβεις και ρωτάς τι σημαίνει ολ’ αυτό το κακόφορμο σώμα τρικλίζει κι η χαρά εχει φύγει απο δω. οχι, απόψε δεν έχει κηδεία ο κλαυτός εχει ακόμα σφυγμό, ενα φτυάρι κρεμάω στον τοίχο δίχως στέγη μαθαίνω να ζω. καθε αρχή αγοραία κι η μέση δεμένο σ’έχει απο μικρό, όλα γύρω σου φαντάζουν μοιραία κι ας είναι το τέλος πικρό.
7.
Η πόλη 04:53
απάνω σ’ άμμο και πυλό ποτάμι τρέχει απο χρυσό, στο δέλτα πολη χτίσαν χρυσοθήρες. ν’αδράξουν κόντρα στον καιρό, να πάρουν ότι τυχερό θα φύγουν όπως ήρθαν κατα τύχη. ανήμπορη στον πυρετό, με δέρμα κάπως αλμυρό της πόλης φώτιζ’ άναρχα το λύχνο. Κι ας πλήρωνες της ξέγνοιας σου το φόρο. Καθως μονολογείς μεσα στον ύπνο "μ αρέσει και πληρώνει κάθε δείπνο". κι η πόλη φάντασμα αυτή στα πόδια της μολις σταθεί και πάλι θα γεμίσει απο μνηστήρες. Στα μάτια για να την κοιτούν τα πόδια πρέπει να κοπούν την εκκλησία πρώτη θα γκρεμίσει. Αδύναμη χωρίς Θεό, με βλέμμα μάλλον αλμυρό στους δρόμους της αναζητείς τον οίκτο, και σκύβοντας σου λέει αυτό ειν’ το δώρο. Καθώς μονολογείς μεσα στον ύπνο τουλάχιστον πληρώνει κάθε δείπνο. Με πρόσωπο ανέκφραστο το μέλλον μοιάζει εύπλαστο το άγνωστο ζητά να συγχωρήσει. Και λέγεται πως πλούτισε σε παρελθόν αβέβαιο, παλιά, σε κάποιαν άλλη άγρια δύση, με δυο χαρτιά που μοίρασε η τύχη. Μα ό,τι σχέδια έφτιαχνες τί είχες και τί εχανες; για κάθε που αγορεύε σε τοίχο, σα σκόρος που εμπόρευε τον ίσκιο. Καθώς μονολογείς μεσα στον ύπνο "και τώρα ποιος πληρώνει αυτο το δείπνο;" δε μένει κάτι να σου πω μονάχη θα το βρεις κι αυτό καθε ένας μας σε κάτι βάζει πλάτη . Να ξέρεις ομως πως εδώ δεν έλαμπε ποτέ ο χρυσός, στην άμπωτη μαζεύεις το αλάτι, καθένας μας σε κάτι βάζει πλάτη. Ζυγιάζοντας τις μάρκες σου επούλωσες τις σάρκες σου κι αν έκρυψες της πείνας τα σημάδια, πώς νόμιζες δε θα ‘βγαινε στα μάτια; Και σβήνοντας της πόλης σου το λύχνο τη νύχτα συλλογείσαι δίχως ύπνο. "Κανείς ποτέ δεν πληρώσε το δείπνο".
8.
μια καρδιά σε χωνί σαν το κλειδί που σφηνώθηκε, μια θήκη απο χαρτί αδρή για τ’ όπλο που χώθηκε. Mε τ’όπλο ακόμα ζεστό και μπρος μία Honda μονάχα για πάρτυ σου, μοιάζεις Tζοκόντα καθώς λίγο μελάνι χαϊδεύει το πλάι σου. Και σ’ενα χάρτη μπροστά το να σου χέρι να κρύβει τα μάτια σου, τ’αλλο τρεμάμενο, ν' αγγίζει πόλεις που κλέψαν τα νιάτα σου. Τα χρόνια μοιάζουν λεφτά, λύνεις και πάλι ελεύθερη δίνεσαι. Πέφτεις, σηκώνεσαι, λες: "μη δένεις αν δε γνωρίζεις να λύνεσαι". δεν ειν η αγάπη απλά του ναυαγού μια σανίδα για κράτημα. Θελω να ζήσεις ξανά αυτά που ο φόβος βαφτίζει αμάρτημα. Να μη ρωτήσεις "γιατί;", ένας μονόκερος πλέει στα άπειρα, παρε μια φίλη μαζί και μια καρδιά να τον δέσεις με άγκυρα. Η αγάπη σου είναι γιορτή που μια βραδιά την αυγή ονειρεύτηκε. Γίναν πολλά τα κεριά, σε σταυροδρόμια χωμάτινα μπλέχτηκε. Ο χρόνος είναι σκυλί που τρέχει πίσω απ’το κόκκαλο, μα μ’ένα μόνο φιλί σου δείχνει πως να γυρίσεις το πόμολο.

about

Στίχοι, Μουσική: Άλλη μια μπάντα από τη Νότια Ντακότα
Ενορχήστρωση: Άλλη μια μπάντα από τη Νότια Ντακότα, Σπύρος Λιβάνης
Ηχογράφηση, Μίξη, Παραγωγή: Σπύρος Λιβάνης
Μάστερινγκ: Πάνος Τσεκούρας
Άρτγουορκ: Άγγελος Κράλλης

Έπαιξαν οι μουσικοί:
Ευάγγελος Ασλανίδης στα ντράμς.
Νεφέλη Λιούτα στο βιολί.
Παντελής Νικηφόρος στο μπάντζο.
Γιώργος Θεωδορόπουλος στο Όμποε και στον Αγγλικό Κόρνο.
Ορέστης Τσιχλάκης στην τρομπέτα.
Θοδωρής Σκόνδρας στην κλασσική κιθάρα.
Χάρης Παρασκευάς στο Βιμπράφωνο.

Τα ντράμς ηχογραφήθηκαν στο Top Floor Studio
Η φωνή στο κομμάτι " Η πόλη" ηχογραφήθηκε στο studio των Λαμδα

credits

released December 1, 2019

license

all rights reserved

tags

about

Νότια Ντακότα Athens, Greece

Το φράγμα του Μεγάλου υποτελή παραπόταμου, φτιάχτηκε σαν ένα εξελιγμένο σύστημα προστασίας απο τις πλημμύρες, ικανό να προστατεύσει την πόλη απο το 1-στα-100 χρόνια γεγονός. Όταν όμως σπάσει το φράγμα, δεν έχεις που να σταθείς.
Απο τότε, στις Πτώσεις των Σιού, άλλη μια μπάντα απο τη Νότια Ντακότα γυρίζει τις όχθες του μεγάλου παραπόταμου παίζοντας heavy μέτα διασκευές της πριγκηπέσας.
... more

contact / help

Contact Νότια Ντακότα

Streaming and
Download help

Report this album or account

If you like Νότια Ντακότα, you may also like: